- φυλακιτικός
- -ή, -όν, Α [φυλακίτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φυλακίτας, στους αστυνομικούς τής Αιγύπτου («φυλακιτικὸς κλῆρος», πάπ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακιτικόντο ποσό που κατέβαλλαν οι ιδιοκτήτες καταστημάτων, αποθηκών ή αγρών για να πληρώνονται οι φυλακῑται.
Dictionary of Greek. 2013.